υπογραμμή

υπογραμμή
η, Ν
η γραμμή που σύρεται κάτω από λέξη ή φράση για να τήν υπογραμμίσει, να δηλώσει ότι πρέπει να αναγνωστεί με έμφαση ή να τυπωθεί διαφορετικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπογράφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… …   Dictionary of Greek

  • υπογραμμίζω — Ν 1. σύρω υπογραμμή κάτω από λέξη ή φράση 2. τονίζω ιδιαίτερα κάτι, αποδίδω ιδιαίτερη σημασία σε κάτι («υπογράμμισε τα σημεία λογοκλοπής»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + γράμμα + ίζω. Το ρ. μαρτυρείται από το 1860 στον Σ. Α. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”